- ἀνταγωνιζόμενα
- ἀνταγωνίζομαιstruggle againstpres part mp neut nom/voc/acc plἀνταγωνίζομαιstruggle againstpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνταγωνιζομένας — ἀνταγωνιζομένᾱς , ἀνταγωνίζομαι struggle against pres part mp fem acc pl ἀνταγωνιζομένᾱς , ἀνταγωνίζομαι struggle against pres part mp fem gen sg (doric aeolic) ἀνταγωνιζομένᾱς , ἀνταγωνίζομαι struggle against pres part mp fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίδα — Το σύνολο των διαφόρων ζωικών ειδών που ζουν σε μια καθορισμένη περιοχή σ’ ένα ορισμένο περιβάλλον· ο όρος αποκτά έτσι βιογεωγραφική και οικολογική σημασία. Η ποικιλία και ο πλούτος της π. εξαρτώνται από τον αριθμό των ζωικών ειδών που είναι… … Dictionary of Greek